Friday, November 24, 2006

As an out-stretched arm slowly disappears



















Περπατάς στην πόλη και η πόλη δεν είναι εκεί. Κοιτάζεις τους περαστικούς και οι περαστικοί απορούν. Διασχίζεις την οδό Σόλωνος και, ανά τρία κτήρια, υπάρχει η εικόνα του Morrissey σε ένα στενό της Ρώμης, σαν παράθυρο κινδύνου στη μέση ενός καυτού τοίχου, γκρίζου από το καυσαέριο. Το βλέμμα του, όμως.

Είναι πάλι στην Αθήνα. Αυτήν τη φορά παίζει σε κάποιο αθλητικό στάδιο. Προς στιγμήν σκέφτηκα πως πρέπει να λύσω αυτήν τη σχιζοειδή σχέση που έχω μαζί του και να δω αυτήν τη συναυλία. Την προηγούμενη φορά που είχε έρθει, αρνήθηκα να τον δω γιατί θεωρούσα πως είχε πια μείνει πίσω αυτή η φάση, μαζί με την μακρόσυρτη εφηβική μου ηλικία. Συν τοις άλλοις, η μουσική δωματίου συνήθως σβήνει στους κοινόχρηστους χώρους. Το μετάνιωσα, φυσικά. Το ίδιο όμως συνέβαινε και με τη μουσική του. Ένα συνεχές off/on: βίαιη κρίση/άκριτη ζωή: απογοήτευση/δύναμη: Morrissey/No Morrissey. Και κάθε φορά η ίδια σκέψη: βυθίζομαι στις λέξεις της μόνης ανθρώπινης φωνής που χωρίς να έχει να προτείνει έναν δρόμο, με δέχεται σε έναν χώρο με δροσερό φως και με αναγνωρίζει ως φυσιολογικό ενώ για κανέναν άλλον δεν (μπορώ να) είμαι. Έναν χώρο αφέλειας και οδύνης όπου αναζητώ το είδωλο των δικών μου συναισθημάτων. Και το βρίσκω. Πάντα το βρίσκω. Σαν να ήταν πάντα εκεί. Και θα είναι πάντα εκεί. Το πληγωμένο κορμί μιας αιώνιας εφηβείας που, κάθε φορά, προχωράει σέρνοντας ένα ανάπηρο μέλος μέσα στον χρόνο.

Είναι μόνος. «Για πάντα». Στο προχθεσινό Lifo έλεγε ότι περνάει τις δεκαετίες χωρίς καμία επαφή, συντροφιά μόνο με βιβλία, ταινίες και τραγούδια. Είναι 47 χρονών και, προφανώς, είναι μεγάλο πια το διακύβευμα που τον οδηγεί. Αν όλα ήταν λάθος, πειράζει. Αν όμως όλα μείνουν σωστά μέχρι τέλους; Ίσως τότε το Καθολικό Έργο Τέχνης που είναι ο εαυτός του (ή, ενδεχομένως, απλώς η εικόνα του) θα έχει επιτευχθεί. Ίσως τότε ο φόβος για την ενήλικη ζωή θα έχει μετασχηματιστεί σε αξιοζήλευτη άρνησή της, σε αξιοθαύμαστη απομόνωση ― σε ιδανική μισανθρωπία, την οποία, άλλωστε, όλοι, εφόσον έχουν ένα μικρό ίχνος ευαισθησίας, μπορούν να εκτιμήσουν και ίσως να ταυτιστούν μαζί της. Και πράγματι ταυτίζονται (ταυτιζόμαστε). Κατά εντυπωσιακά πλήθη.











Είναι παράξενα, όμως τόσο οικεία αυτά τα όρια: επιθυμώ, και άρα αγαπώ· ή επιθυμώ, και άρα αρνούμαι να αγαπήσω, αλλά απαιτώ να με αγαπήσουν: να με αναγκάσουν να αγαπήσω· να με πείσουν ότι αξίζει να ασχοληθώ μαζί τους· να μου δείξουν πως, αν με αγαπούν, θα νιώσω και εγώ τρυφερότητα για τον εαυτό μου. Διαφορετικά, θα μείνω μακριά. Θα τρέφομαι μόνο με τις σκέψεις μου. Θα αποστρέφομαι ή θα αδυνατώ να αγγίξω τους απρόσιτους άλλους.

Είμαι ο Arthur Rimbaud και η Emily Dickinson, κλεισμένοι στο ίδιο προστατευτικό κελλί. Είμαι γόνος και κληρονόμος μιας αιδημοσύνης εγκληματικά χυδαίας. Είμαι τραυματισμένος. Μέχρι να βγει η εβδομάδα, η ζωή θα με έχει ξεκάνει. Μα δεν επιθυμώ να αντισταθώ: είμαι ο Εαυτόν Τιμωρούμενος. Επιδιώκω τη δυστυχία. Οι έμφυτες τύψεις είναι η κινητήρια δύναμη μέσα μου και θα αυτοτιμωρηθώ μέχρι να κάνω τους πάντες να έλθουν προς το μέρος μου. Θα κλαίω μέχρι να με αγγίξουν. Ειλικρινά, αυτή είναι η προσπάθειά μου. Γιατί είμαι παιδί. Και άρα μισάνθρωπος.

Friday, November 17, 2006

Una Furtiva Lagrima










ΤΑΙΝΙΑ: Match Point (2005, W.Allen). Αρχίζει με την υπνωτιστική άρια «Una Furtiva Lagrima» από τον Enrico Caruso και τον πρωταγωνιστή να σκέφτεται πως ένα μεγάλο μέρος της ζωής είναι ανεξέλεγκτο: κατευθυνόμενο μόνο από την τύχη. Στο τέλος, μέσα από κάποιες παράξενες διεργασίες, αυτό το κομψό, χαμηλόφωνο δοκίμιο για την τυχαιότητα του εγκλήματος και της ατιμωρησίας, για τη βία της ενοχής και τη συνακόλουθη κατασκευή της επιβίωσης, προκαλεί μια ήπια μορφή delirium tremens.

JONATHAN RHYS-MEYERS (29 χρονών): πρωταγωνιστεί στο Match Point. Το πρόσωπό του μού ήταν γνωστό από φωτογραφίες από ταινίες, και είχα σκεφτεί ό,τι λεν συνήθως για αυτόν. Πόσο έξω από τα φύλα είναι το βλέμμα του. Διάβασα ότι μεγάλωσε στο Δουβλίνο, όπου πέρασε άσχημα παιδικά χρόνια γιατί τον εγκατέλειψε ο πατέρας του. Μέχρι να τον ανακαλύψει κάποιος κινηματογραφικός ατζέντης, έζησε όλον του τον χρόνο μέσα σε μπιλιαρδάδικα. Έγινε κυρίως γνωστός, υποδυόμενος έναν γκλαμ-ροκ χαρακτήρα, ίσως τον Bowie, στην ταινία Velvet Goldmine. Σήμερα είναι διάσημος. Ζει στην Αμερική.
Πριν από πολλά χρόνια, είδα για μερικές μέρες το Δουβλίνο. Την πόλη τη διασχίζει ένας γκριζοκάστανος (τον μήνα Φεβρουάριο) ποταμός που λέγεται Λίφεϊ. Οι γέφυρες πάνω από τον ποταμό είναι πάντα γεμάτες κίνηση. Ο κόσμος μοιάζει να δουλεύει, να πουλάει κάτι, συνεχώς. Στις παρυφές όμως της πόλης βρίσκεις σημεία και ήσυχες γέφυρες από όπου μπορείς να ακολουθήσεις με το βλέμμα την κίνηση του Λίφεϊ, μέσα από κανάλια, έξω από τα όρια του Δουβλίνου, προς την εξίσου γκριζοκάστανη (τον μήνα Φεβρουάριο) Ιρλανδική Θάλασσα. Το αξιοσημείωτο θέαμα είναι ένα κράμα ομορφιάς και δυστυχίας.
Απόψε το βράδυ, καθώς κοίταζα τον J. R.-M., σκεφτόμουν πως το βλέμμα αυτό είναι η ίδια η κίνηση εκείνου του ποταμού. Επίσης, πως, εξαιτίας των όσων σκεφτόμουν για αυτόν, μου έλεγε: «Η τιμωρία σου θα είναι ότι δεν θα ξανακοιμηθείς ποτέ».


Killing Joke 2

Monday, November 13, 2006

Stargazer Rose
















Υποτίθεται ότι απολαμβάνει κανείς να ακούει και να βλέπει οτιδήποτε trash, γιατί υποσυνείδητα τον κάνει να αισθάνεται καλύτερα για τον εαυτό του. «Δεν είμαι τόσο χαμούρα όσο η Στέλλα Πεζεντάκου, άρα, δεν μπορεί, δεν είμαι ολότελα χαμένο κορμί». Δεν ξέρω.

Όταν είδα πρώτη φορά αφίσα της Έφης Θώδη, γύρω στο 1988, σε κάποιο δρόμο κοντά στην Πλατεία Βάθη, ήμουν όντως σε μια περίοδο λαγνείας για τα σκουπίδια, αλλά συγχρόνως ένιωσα εκείνη τη στιγμή να με διαπερνάει ένα ρεύμα γνήσιου θαυμασμού. Σε λίγες μέρες, είχα κρεμάσει την αφίσα της στο δωμάτιό μου και την κοίταζα μαγνητισμένος. Χωρίς να καταλαβαίνω γιατί.

Η αλήθεια είναι ότι είχα μια κάποια επαφή με πανηγύρια, στα οποία, εκείνη την περίοδο, η Έφη ήταν ένα από τα κορυφαία ονόματα. Είχα ακούσει αρκετά τραγούδια της. Σε κάθε πανηγύρι που εμφανιζόταν, κατέφταναν σύσσωμα τα γύρω χωριά και την αποθέωναν. Μέσα σε λίγα χρόνια, όλη η ελληνική επαρχία εκστασιαζόταν με το «Θέλω Άπονη Καρδιά» και το όνομα της Έφης γιγαντωνόταν μέσα από φτηνές κασέτες και δίσκους βινυλίου με κακοτυπωμένα εξώφυλλα. Έπαιρνα πάντα μια αίσθηση δροσιάς από τη φωνή της, και μπορεί μεν να μην ξενυχτούσα ακούγοντας τα τραγούδια της, αλλά σε κάθε επαφή μαζί της (φωτογραφίες, υπαίθρια δισκάδικα γύρω από την Ομόνοια, αφίσες κάποιας προσεχούς θρησκευτικής πανηγύρεως στην ορεινή Πελοπόννησο, κ.λπ.) αυτή η χαρά ήταν πάντα κατακλυσμική. Δεν την αγαπούσα επειδή ήταν trash. Το αντίθετο: ήταν πέρα από κάθε κριτήριο.

Στην αφίσα εκείνη, φορούσε ένα κοντομάνικο άσπρο φόρεμα με χρωματιστά ανθάκια και κοιτούσε την κάμερα με βλέμμα επιεικώς απορημένο: αδιαφορώντας. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα και μακριά, σε σκάλες φρεσκοχτενισμένες, δίχως ποτέ να τα έχουν αγγίξει κομμωτικά χέρια. Άβαφτη, αθώα, άγρια.

Σήμερα έχει προφανώς καταβληθεί. Μάλλον δεν ξέρει τι κάνει. Προφανώς κάποιος συγγενής της την έβαλε να τραγουδήσει «ξένα», ενώ δεν μπορεί, και η Έφη σέρνεται για πρώτη φορά τόσο συχνά στην τηλεόραση, σε εκπομπές όπου διάφοροι γελούν μαζί της, για την αστεία και κακή αγγλική προφορά της ― άνθρωποι που δεν γνωρίζουν καν ελληνική προφορά.

Είναι σήμερα ξανθιά και ακόμη δεν έχει φτιάξει τα αραιά της δόντια. Εμφανίζεται σε βίντεο κάτω από disco balls και παριστάνει ότι ανήκει στην εποχή της, ενώ δεν θέλει προσπάθεια να καταλάβεις ότι οι έγνοιες της δεν ξεπερνούν τα οικογενειακά της καθήκοντα.

Δεν καταλαβαίνει. Ποτέ όμως δεν καταλάβαινε. Τραγουδάει στα ξένα αγνοώντας τι λεν καν οι στίχοι, κι ωστόσο έχεις την αίσθηση ότι αυτό που την οδηγεί, αυτό που θέλει να πει, είναι τόσο εκλεπτυσμένο, τόσο καλλιτεχνικό, όσο και η ανάγκη ενός πουλιού να τραγουδήσει.

Στο τέλος του «Can’t take my eyes off of you», αδικαιολόγητα φωνάζει «I love you baby!» - και η ειλικρίνειά της, την οποία εκφράζει γιατί δεν μπορεί αλλιώς, είναι άγνωστη. Παράλογη.

November 13.13.13.13.13.13.13.13.13.13.13.13.13.



















Don't be alarmed
It will not harm you
It's only
me pursuing something I'm not sure of

Saturday, November 11, 2006

Wednesday, November 08, 2006

Still Life with Candies











Απόψε τελείωσα το μάθημα αργά, και μια μαθήτρια προσφέρθηκε να με κατεβάσει ώς το κέντρο με το αυτοκίνητό της. Καθώς εκείνη οδηγούσε στον παράδρομο, και εγώ κρατούσα τους καφέδες μας, ξεκινήσαμε μια ελαφριά συζήτηση για τα απωθημένα συμπάθειας και αντιπάθειας που είχαμε στον χώρο της σχολής, και γελούσαμε. Βγαίνοντας στη λεωφόρο, τρακάραμε.
Πέσαμε στο πίσω μέρος του μπροστινού αυτοκινήτου, το οποίο έπεσε επάνω στο μπροστινό του. Τίποτε σοβαρό. Ξαφνικό απλώς.
Η κίνηση διακόπηκε. Κοιταχτήκαμε για λίγο με την Κ, και είπαμε, «ας βγούμε τώρα, ε;». Ένα χάος θορύβου και αγανάκτησης έξω.
Στη μέση της λεωφόρου, συναντηθήκαμε όλοι οι δράστες: εγώ (37 χρονών), η Κ (22 χρονών), η κοπέλα του μπροστινού αμαξιού (περίπου 40 χρονών), ο νεαρός του παραμπροστινού (περίπου 28 χρονών). Οι διάφορες διευθετήσεις έγιναν με σχετικά εύθυμο τρόπο, σαν να ήταν συνηθισμένο το όλο συμβάν. Αποχωρήσαμε σχεδόν αδιάφορα.
Πίσω πάλι στον δρόμο, και ενώ αστειευόμασταν με την Κ για να απομακρύνουμε μάλλον την ατυχία, στο μυαλό μου αναβόσβηνε δυνατά η εξής απειροελάχιστη σκηνή:

Ο θόρυβος της λεωφόρου έχει χαθεί και εκτυλίσσεται ένα άηχο κυκλοφοριακό χάος, καθώς οι τέσσερίς μας, με πόδια που τρέμουν, πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον, για να σχηματίσουμε έναν διστακτικό κύκλο. Επί μερικά δευτερόλεπτα, κανείς δεν μιλάει. Κοιταζόμαστε όλοι στα μάτια, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε κάτι συγκεκριμένο. Οι κουβέντες ξεσπούν τελικά με έκδηλη ανακούφιση, γιατί έχουμε βεβαιωθεί:
Κανείς δεν μας έχει μαλώσει.

Tuesday, November 07, 2006

It's all just a dream

Εντάξει, είναι πάρα πολύ βαρύ, αλλά αυτήν τη στιγμή είμαι σίγουρος πως, αν η παρούσα σελίδα είχε ένα soundtrack, αυτό θα ήταν το τραγούδι Slaapliedje των Legendary Pink Dots.

Monday, November 06, 2006

Dear Chris: It's in the trees. It's coming.



Μου έδειξε μερικές φωτογραφίες με νιφάδες, σωρούς χιόνι, αιχμηρά κομμάτια πάγου. Άρχισε να μιλάει, και περιέργως να με ελκύει ενώ προσπαθούσε το αντίθετο.

Είπε: «Ζω στους πρόποδες της Πάρνηθας μόνος, και δεν βγαίνω ποτέ έξω. Προτιμώ το σπίτι μου. Αγαπώ το κρύο και το χιόνι».
Έκανε πολύ κρύο στην Αθήνα εκείνο το βράδυ, οπότε είπα: «Πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενος αυτές τις ημέρες».
Είπε: «Ναι, φυσικά και είμαι. Πάρα πολύ. Μόνο όταν κάνει κρύο νιώθω καλά».
Είπα: «Με ενδιαφέρεις».
Είπε: «...Όλα αυτά είναι λόγια. Δεν έχει καμία σημασία αν θα τα ξαναπούμε καν. Ίσως αύριο δεν θυμόμαστε ο ένας τον άλλον».
Σκέφτηκα: «Με κοροϊδεύει;»
Συνέχισε: «Κοίτα, με ενδιαφέρει μία και μόνη συνάντηση, ξέρεις για τι, και τίποτε άλλο. Δεν πιστεύω σε κανέναν. Εδώ και καιρό, φροντίζω συστηματικά το μυαλό μου, και είναι κοφτερό σαν ξυράφι. Μπορεί να ζω σε επικίνδυνα χαμηλή θερμοκρασία, αλλά θέλω να παραμείνω έτσι για πάντα».
Σκέφτηκα: «Μα τι ψυχαναγκαστικές υπερβολές είναι αυτές;»
Είπε: «Αυτός είμαι και ξέρω καλά τι θέλω».
Είπα: «Σεβαστό. Αν και δεν πιστεύω σε τίποτε απόλυτο. Καθετί βέβαιο το βλέπω με καχυποψία».
Άρχισε ξαφνικά έναν μακρύ καταρράχτη με ασφυκτικά και αδικαιολόγητα σοβαρές εξηγήσεις αυτού του ακρωτηριασμού, σχεδόν αγωνιώντας.
Έπειτα από ώρα, είπα: «Πρέπει να φύγω τώρα. Να έχεις καλό βράδυ, Ice Boy».
Είπε: «…»

Η νύχτα ήταν παγωμένη, αλλά καθησυχαστική.

«Είναι άδικο, μα όσο πιο ειλικρινά πιστεύεις σε λέξεις όπως ‘‘πάντα’’, ‘‘τίποτα’’ ή ‘‘μόνο’’, τόσο πιο εύκολα, απλά, και ίσως απόλυτα, θα πέσεις».

Sunday, November 05, 2006

SPANDAU BALLET

Στην αρχή νόμιζα πως ήταν απλώς απίθανο. Ύστερα όμως διαπίστωσα πως στο συγκεκριμένο Αστυνομικό Τμήμα της πόλης, όλοι όσοι επιθυμούν να αποκτήσουν νέα ταυτότητα (πιο δημιουργική, πιο αντιπροσωπευτική), μπορούν επιτέλους να ικανοποιηθούν.

Μπορείτε να με κάνετε ό,τι θέλω, κύριε;