Wednesday, May 30, 2007

Το ευτυχισμένο κτήριο


Ι.
Πριν από μερικές μέρες, βρέθηκα σε ένα υπερσύγχρονο κτήριο στο Μαρούσι, όπου στεγάζεται πολυτελής μαιευτική κλινική, όπου μια φίλη γέννησε το δεύτερο παιδάκι της και μας ξαναέκανε όλους χαρούμενους.
Εγώ και ο πατέρας βγήκαμε προφανώς έξω από το κτήριο για να καπνίσουμε μαζί με τους υπόλοιπους εξαρτημένους. Πολύ απλά, μας πλησίασε μια μεσήλικη κυρία (μάλλον από την επαρχία) και ζήτησε ένα κινητό τηλέφωνο να ειδοποιήσει κάποιον γνωστό της που βρισκόταν σε κάποιον από τους πάνω ορόφους. Σε λίγο είδαμε ότι έτρεμε και της μιλήσαμε για να τη συνεφέρουμε, ρωτώντας τη τι ακριβώς της συνέβαινε. Είχε απλώς αποφασίσει να κατεβεί μόνη της έξω από το κτήριο και, διασχίζοντας τους κλειστούς διαδρόμους, είχε καταλήξει στην κατάσταση που τη βρήκαμε. «Δεν ξέρω, όπως κατέβαινα, ξαφνικά ένιωσα μόνη».


ΙΙ.
Μουσείο Μπενάκη, Το πεινασμένο κιβώτιο: Οι απέραντοι χώροι των MVRDV, 25/5 – 25/7/07.

Πριν από μερικές μέρες, πήγα στην έκθεση των MVRDV μαζί με τον Κ, τον Γ και τη Μ. Παρά τον περιορισμένο χώρο, γυρίσαμε όλοι μαζί τα εκθέματα σχολιάζοντας, γελώντας και απορώντας, μπαίνοντας ανάμεσα στις διαχωριστικές κουρτίνες, ψηλαφώντας τις μακέτες.
Οι MVRDV είναι Ολλανδοί αρχιτέκτονες με διεθνή δράση και φτειάχνουν "πεινασμένα κιβώτια" που προσπαθούν να ενσωματώσουν κατά το δυνατόν περισσότερες λειτουργικές ή φιλοσοφικές λεπτομέρειες, ανάγοντας την έκβαση της προσπάθειας σε μόνη αισθητική πρόταση. Ενώ μπορείς εύκολα να ταυτίσεις στοιχεία των κτηρίων με ρεύματα και επιρροές, η κύρια αίσθηση είναι μάλλον η ασυνήθιστη φιλικότητα που εξασφαλίζουν η ασυμμετρία, το χιούμορ και η ένταξη απίθανων κι ωστόσο ζωτικών στοιχείων, όπως είναι ένα άλσος στον δεύτερο όροφο του Ολλανδικού Περίπτερου στην Expo 2000 στο Αννόβερο ή μια πλατεία και κατακόκκινα κλιμακοστάσια μέσα σε ένα γκριζόλευκο κτήριο κατοικιών στη Μαδρίτη.
Βγάλαμε χαμογελαστές φωτογραφίες μπροστά στις μακέτες και για μια στιγμή ονειρεύτηκα να κοιτάζω τον έξω κόσμο μέσα από τις διάφανες βιβλιοθήκες που θα χτιστούν σε δύο πόλεις της Ολλανδίας.

Friday, May 11, 2007

INLAND EMPIRE















Πρόκειται για το όνομα μιας περιοχής στις ΗΠΑ που περιλαμβάνει τη δυτική Ουάσιγκτον, το ανατολικό Όρεγκον, το βόρειο Άινταχο και τη δυτική Μοντάνα. Η λέξη inland σηματοδοτεί ότι η περιοχή ξεκινά 37 χλμ μακριά από τον ωκεανό, στην ενδοχώρα. Αν και στην ταινία υπάρχουν σαφείς αναφορές σε πόλεις της περιοχής αυτής, γεγονός είναι επίσης ότι η επιλογή του σκηνοθέτη να κεφαλαιογραφήσει τον τίτλο παραπέμπει και σε κάτι διαφορετικό.

Μια χολλυγουντιανή σταρ πρόκειται να παίξει στο ριμέικ μιας καταραμένης πολωνικής ταινίας (οι πρωταγωνιστές έχουν δολοφονηθεί)· ερωτεύεται τον συμπρωταγωνιστή της (παρανοεί)· μια οικογένεια ανθρωποειδών κουνελιών (από την τηλεοπτική σειρά Rabbitsτου Λ) ζει ένα κάποιο δράμα και σε κάθε ατάκα τους ακούγονται off-γέλια σαν να πρόκειται για ξεκαρδιστικό sitcom (νοσηρό μέχρι τρόμου)· Πολωνίδες καλλονές πέφτουν θύματα σωματεμπορίου· κινήσεις σε ημισκότεινους διαδρόμους σαν σε εγκεφαλικούς λοβούς. Και ούτω καθεξής.

Η ταινία έρχεται ως ένα ακόμη παράδειγμα ονειρικής κινηματογράφησης, αναπτυσσόμενη δηλαδή πάνω στην ανύπαρκτη ή άλογη δομή των ονείρων. Παρουσιάζει μεταξύ άλλων τη συνέχεια της (υποσυνείδητης) ζωής προσώπων προηγούμενων ταινιών του Λ., με έναν τρόπο ζεστό και συγχρόνως ανατριχιαστικό. Με την εναλλαγή των σκηνών κατεβαίνεις σε έναν μακάβριο βυθό, τόσο αδικαιολόγητο όσο και ο όποιος εφιάλτης. Οι διάλογοι είναι ξεκάθαρα παρανοϊκοί (προκαλώντας τα εθιμοτυπικά νευρικά γέλια στην αίθουσα – ειρωνεία όμως: κανείς δεν συνειδητοποιεί ότι τα γέλια για την ταινία δεν διαφέρουν από τα γέλια για το σίτκομ με τα κουνέλια) και η μουσική, όπως πάντα, υπέροχη και ανησυχαστική.













Διαρκής εμμονή στην απώλεια ή την ανυπαρξία ταυτότητας, στη σύγχυση ως τρόπο ζωής. Γυναίκες ακολουθούν κατάρες, γυναίκες αγαπούν ή μισούν μην ξέροντας γιατί, γυναίκες χορεύουν γιατί ο χορός οδηγεί πέρα από την οδύνη, γυναίκες εκδίδονται ή πεθαίνουν στο πεζοδρόμιο χωρίς ταυτότητα.

Σκέφτηκα ότι το κέντρο όλης της ταινίας είναι η σκηνή με την Λώρα Ντερν αδρανή στην πολυθρόνα της. Ό,τι βλέπουμε είναι το νήμα των σκέψεων, των φαντασιών, των φοβιών της, καθώς εξαϋλώνεται μέσα στην πλήρη κόπωση του απογεύματος. Έτσι, ο τρόμος μπορεί να εναλλάσσεται με το αναπάντεχο χορευτικό των κοριτσιών που στεφανώνουν σαν φαντάσματα υγείας ή νιότης τη σκέψη της, και κάθε εικόνα, κάθε εξέλιξη, να ενώνεται στην ακατάστατη σειρά του (διαταραγμένου; –έχει όμως καμία σημασία;) μυαλού της.

Δυο μέρες μετά, δεν έχω ακόμα καταλάβει αν με συγκίνησε ή όχι η ταινία. Σε κάθε λεπτό της επανερχόμουν στο Eraserhead και, όπως σε αυτό, η κύρια ανταπόκρισή μου ήταν κυρίως για τον βόμβο που λειτουργεί ως ηχητική υπόκρουση της (περι)πλοκής, για τον διαρκή βόμβο που αναγνωρίζω στους διαδρόμους του δικού μου υποσυνείδητου.

Υ.Γ.: Μια εκστατική έκπληξη ήλθε στην τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου όλα τα κορίτσια χορεύουν για τον Λ ηδονικά και ανακουφιστικά το Sinnerman της Nina Simone, ανταλλάσσοντας χάδια, βλέμματα φιλίας. Κάπου εκεί, η κάμερα περνάει γρήγορα σε όλον τον χώρο, δείχνοντάς μας οικεία και ανοίκεια πρόσωπα και επιτρέποντάς μας μόνο επί ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, σε μια εσωτερική έκρηξη σοκαριστικής αγάπης, να διακρίνουμε το αμυδρά φωτισμένο προφίλ της Ναστάζια Κίνσκι.

Wednesday, May 09, 2007